- τραγῳδίαν
- τραγῳδίᾱν , τραγῳδίαtragedyfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
Melpomene — MELPOMĔNE, es, Gr. Μελπομένη, ης, (⇒ Tab. X.) Jupiters und der Mnemosyne Tochter, eine der neun Musen. Hesiod. Theog. v. 77. Sie hat den Namen von μέλπω, ich singe, weil sie sich durch die Melodie in die Gemüther der Menschen einschmeichelt, Diod … Gründliches mythologisches Lexikon
TRAGOEDIA — imitatio est per actiones illustris Fortunae, exi ru infelici, oratione gravi metricâ, Caes. Scaliger. qui illam e Comoedia quidem ortam, prius tamen excultam esle docet. Nomen ei, secundum Diomedem l. 3. a τράγος, et ᾠδὴ, quoniam olim actoribus… … Hofmann J. Lexicon universale
εξόδιος — ον (AM ἐξόδιος, ον) [έξοδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην εκφορά νεκρού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) τραγούδι που παιζόταν με αυλό κατά την έξοδο τού χορού τής τραγωδίας β) εκφορά νεκρού, κηδεία, ξόδι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) έξοδος … Dictionary of Greek
κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
σκηνογραφία — Σύνολο στοιχείων καλλιτεχνικού και τεχνικού χαρακτήρα που σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση, επιτρέπει την πραγμάτωση του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η σκηνή. Η σ. στο θέατρο συνδέεται με την ιστορία του θεάτρου. Ήδη οι… … Dictionary of Greek
συμποιώ — έω, ΜΑ [ποιῶ] συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῡντος αὐτοῑς τοῡ Φίλωνος», πάπ.) αρχ. συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek
υπομίγνυμι — και ὑπομείγνυμι Α [μίγνυμι / μείγνυμι] 1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῑς», Πλάτ.) 2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες… … Dictionary of Greek